Η πρόταση νόμου του ΣΥΡΙΖΑ για αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 7,5% το 2020 και κατά 7,5% το 2021 αφορά περισσότερους από 1 εκατ. εργαζόμενους καθώς, πέρα από τους 800.000 που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, σοβαρή μισθολογική βελτίωση θα έχουν άλλες 280.000 εργαζόμενοι λόγω της αύξησης επιδομάτων και τριετιών
Το σχέδιο για επαναφορά του κατώτατου μισθού στα προ κρίσης επίπεδα ως “ελάχιστη υποχρέωση του κράτους να αποκαταστήσει τις απώλειες που το ίδιο προκάλεσε, με αποφάσεις της εκτελεστικής εξουσίας, στους μισθούς των εργαζομένων”, προβλέπει η πρόταση νόμου του ΣΥΡΙΖΑ για την αύξηση του κατώτατου μισθού που κατατέθηκε με πρωτοβουλία του προέδρου του κόμματος Αλέξη Τσίπρα.
Στόχος της πρότασης, που περιλαμβάνει αύξηση του κατώτατου μισθού 7,5% το 2020 και 7,5% το 2021, είναι να εξισορροπηθούν οι βαριές μισθολογικές απώλειες στον ιδιωτικό τομέα καθ’ όλη τη μνημονιακή περίοδο, αλλά και να επιστρέψει το καθεστώς της εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας για τη διαμόρφωση των κατώτατων αμοιβών.
Η πρόταση νόμου του ΣΥΡΙΖΑ αφορά περισσότερους από 1 εκατ. εργαζόμενους καθώς, πέρα από τους 800.000 που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, σοβαρή μισθολογική βελτίωση θα έχουν άλλες 280.000 εργαζόμενοι λόγω της αύξησης επιδομάτων και τριετιών.
Από τα 586 ευρώ στα 751 ευρώ
Ειδικότερα, σύμφωνα με τον ΣΥΡΙΖΑ: Τον Φεβρουάριο του 2019, με την αύξηση 11% που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ, 600.000 εργαζόμενοι είδαν τους μισθούς τους να αυξάνονται στα 650 ευρώ τον μήνα, ενώ ακόμα 280.000 είδαν έμμεσες αυξήσεις λόγω της αύξησης των επιδομάτων που υπολογίζονται βάσει του κατώτατου μισθού. Επίσης, 65.000 νέοι εργαζόμενοι είδαν μηνιαίες αυξήσεις ώς και 27% εξαιτίας της κατάργησης του υποκατώτατου.
Σήμερα, με την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για νέα αύξηση 7,5% το 2020, 800.000 εργαζόμενοι θα δουν τους μισθούς τους να ανεβαίνουν στα 698 ευρώ (48 ευρώ αύξηση), ενώ ακόμα 280.000 εργαζόμενοι θα δουν εκ νέου έμμεσες αυξήσεις λόγω της αύξησης των επιδομάτων.
Αντίστοιχα, με την πρόταση νόμου για επιπλέον αύξηση 7,5% το 2021, 800.000 εργαζόμενοι θα δουν αυξήσεις 53 ευρώ, με τον μηνιαίο μισθό τους να διαμορφώνεται στα 751 ευρώ, ενώ αντίστοιχες αυξήσεις θα δουν και 280.000 εργαζόμενοι λόγω της περαιτέρω αύξησης των επιδομάτων.
Η αιτιολογική έκθεση
Στην αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει την πρόταση νόμου του ΣΥΡΙΖΑ, αναφέρεται:
“Οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα υπέστησαν συντριπτικές μειώσεις στα εισοδήματά τους, ως αποτέλεσμα κυρίως της αναστολής λειτουργίας των συλλογικών διαπραγματεύσεων και της μείωσης του κατώτατου μισθού το 2012. Η τότε κυβέρνηση Ν.Δ. – ΠΑΣΟΚ, πιστή στο δόγμα της εσωτερικής υποτίμησης, προέκρινε ως το κύριο μέσο για την τόνωση της ανταγωνιστικότητας και της ανάπτυξης τη μείωση των μισθών. Προχώρησε έτσι στη διά νόμου μείωση του κατώτατου μισθού κατά 22% και κατά 32% για τους νέους. Ως αποτέλεσμα, οι πραγματικοί ετήσιοι μισθοί μειώθηκαν κατά 18% και η μερική απασχόληση αυξήθηκε κατά 28%. Οι εν λόγω πολιτικές όχι μόνο δεν κατόρθωσαν να περιορίσουν τη συνεχώς αυξανόμενη ανεργία, η οποία προσέγγισε το 28% συνολικά και ξεπέρασε το 60% στους νέους, αλλά επιδείνωσαν ραγδαία την ποιότητα των θέσεων εργασίας, με την Ελλάδα να καταλαμβάνει το 2015 μία από τις χαμηλότερες θέσεις μεταξύ των κρατών – μελών της Ε.Ε.
Ως επιπλέον συνέπεια, μεγάλο τμήμα του εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού μετανάστευσε στο εξωτερικό, θέτοντας σε κίνδυνο τις οικονομικές προοπτικές της χώρας. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θέτοντας στο επίκεντρο της πολιτικής της την αντιστροφή αυτής της κατάστασης έλαβε συγκεκριμένα μέτρα για την ενίσχυση του εισοδήματος και της διαπραγματευτικής θέσης των εργαζομένων, αλλά και για την άμβλυνση της εισοδηματικής ανισότητας ώστε να αντιστραφεί ο αντίκτυπος της οικονομικής κρίσης και να ενισχυθεί το δίχτυ κοινωνικής προστασίας, τόσο για τους εργαζόμενους όσο και για τους ανέργους.
Στο πλαίσιο αυτό, προχώρησε μεταξύ άλλων στην αύξηση του κατώτατου μισθού το 2019 κατά 11% και στην κατάργηση του υποκατώτατου μισθού για τους νέους, οδηγώντας τους σε σημαντική αύξηση 27%.
Υπαναχώρηση της κυβέρνησης
Αντίθετα, η σημερινή κυβέρνηση της Ν.Δ. με χειρουργικά χτυπήματα στο θεσμικό πλαίσιο επιδεινώνει διαρκώς τη θέση των εργαζομένων αφαιρώντας τους κεκτημένα δικαιώματα. Η πολιτική αυτή εξάλλου δεν είναι μόνο επιζήμια για τους εργαζόμενους αλλά αποδεικνύεται στην πράξη και αντιαναπτυξιακή, καθώς μειώνει την εγχώρια ζήτηση, ενώ ταυτόχρονα λειτουργεί ως αντικίνητρο για τη στροφή του παραγωγικού μοντέλου στην καινοτομία και την ποιότητα καθώς επιδιώκει να στηρίξει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας στο χαμηλό εργατικό κόστος και τη γενικευμένη απορρύθμιση της αγοράς εργασίας. Η πορεία αυτή δεν μπορεί να συνεχιστεί.
Ιδίως μάλιστα όταν η σημερινή κυβέρνηση φαίνεται να υπαναχωρεί ακόμη και από τις προεκλογικές της δεσμεύσεις για ανεπαρκή μεν αλλά πάντως αύξηση του κατώτατου μισθού.
“Οδικός χάρτης”
Ωστόσο, μετά την έξοδο από τα Μνημόνια και την αυστηρή δημοσιονομική προσαρμογή, είναι ελάχιστη υποχρέωση του κράτους να αποκαταστήσει τις απώλειες που το ίδιο προκάλεσε με αποφάσεις της εκτελεστικής εξουσίας στους μισθούς των εργαζομένων, πριν παραδώσει την αρμοδιότητα καθορισμού του ελάχιστου μισθού σε αυτούς που πραγματικά ανήκει, δηλαδή τους κοινωνικούς ανταγωνιστές.
Θα δημιουργούσε εξάλλου ισχυρό ανταγωνιστικό μειονέκτημα στην εργατική πλευρά η επιστροφή της αρμοδιότητας καθορισμού του κατώτατου μισθού στη διαπραγμάτευση των κοινωνικών ανταγωνιστών προτού αποκατασταθεί στο επίπεδο που οι ίδιοι είχαν διαμορφώσει το 2011, λίγο πριν δηλαδή παρέμβει η κρατική λειτουργία και τον μειώσει. Το παρόν άρθρο ορίζει ένα σαφή οδικό χάρτη ισόποσης αύξησης του κατώτατου μισθού για μια διετία και εν συνέχεια προβλέπει την επαναφορά του καθορισμού του μέσω εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας.
Συγκεκριμένα η πρόταση προβλέπει αύξηση κατά 7,5% το 2020 και 7,5% το 2021 και επιστροφή της αρμοδιότητας καθορισμού του κατώτατου μισθού στους εθνικούς κοινωνικούς εταίρους μέσω εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας από 1.1.2022. Προβλέπει επίσης την καθολική επανίσχυση του επιδόματος γάμου”.
Του Ανδρέα Πετρόπουλου, Αυγή